αθιβάνω

αθιβάνω
αθιβάλλω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αθιβάλλω — και αθιβάνω 1. εκφράζω αμφιβολίες, αμφιβάλλω 2. συνομιλώ, συζητώ 3. ανταλλάσσω λόγια, φιλονικώ 4. μιλώ, διηγούμαι, επαινώ, εξυμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφιβάλλω, με ανομοίωση του χειλικού συνεχόμενου συμφώνου φ σε θ, λόγω τού αμέσως ακολουθούντος,… …   Dictionary of Greek

  • αθιβάλλω — και αθιβάνω και αναθιβάνω (αόρ. αναθίβαλα) 1. αμφιβάλλω: Μην αθιβάλλεις για ό,τι λέω. 2. διηγούμαι: Ν αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέραν (Ερωτόκριτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”